- ετεροζυγώ
- ἑτεροζυγῶ, -έω (ΑΜ) [ετερόζυγος]μσν.διαφωνώαρχ.1. (για ζώα) α) είμαι ετερόζυγος, είμαι ζευγμένος με ζώο άλλου είδουςβ) σύρω με άνιση δύναμη2. μτφ. συνοδοιπορώ με κάποιον που δεν μού ταιριάζει («μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῡντες ἀπίστοις» — μη αναμιγνύεσθε με τους απίστους).
Dictionary of Greek. 2013.